Advertisement
Not a member of Pastebin yet?
Sign Up,
it unlocks many cool features!
- Το ποστ που ακολουθει απευθυνεται σε δυνατους ανθρωπους. Αν εχετε ευαισθησια παρακαλω μην το διαβασετε. Αποτελει καταθεση ψυχης και θα σας στενοχωρησει.
- "ΑΝ"
- Μια στιγμη αρκει για να σου αλλαξει τον τροπο σκεψης. Ένα ΑΝ θα σε στοιχειωνει. Ένα ισως, ένα εμποδιο που υψωσε η ανασφάλεια, η δειλία.
- Με τον Ρέι η παρέα ήταν πάντα συναρπαστική. Γνωριζόμασταν από παιδιά. Είχαμε μια καταπληκτική ομοιότητα στην εμφάνιση. Οι φίλοι μας έκαναν πλάκα. «Βρε παιδια ψαχτείτε με τους γονείς σας. Τόση ομοιότητα; Σαν αδερφια είστε. Κατι παίχτηκε μεταξύ τους». Εμείς γελούσαμε. Έλα αδερφέ είσαι και 2 μήνες μεγαλύτερος πρέπει να με προστατεύεις, του έλεγα. Στο Λύκειο είχε κατοχυρωθεί ο τίτλος «τα αδέρφια». Αν ερχόταν κανένας συμμαθητής να με φλερτάρει ο Ρέι πάντα μου έλεγε: Δεν κάνει αυτός για σένα. Μπα, βαρετός. Δεν σου ταιριάζει. Τελικά για τον Ρέι κανείς δεν ήταν κατάλληλος. Εγώ θεωρούσα ότι είναι φίλος μου και θέλει το καλύτερο για εμένα. Αυτό μου είχε δώσει να καταλάβω. Ή μάλλον θα έλεγα με είχε πείσει. Εκείνα τα χρόνια του σχολείου, οδηγούσα μια μπλε βέσπα. (μην κάνετε όρεξη, δίπλωμα δεν είχα. Την έπαιρνα κρυφά από τον πατέρα μου. Μάλιστα για να είμαι σίγουρη ότι ο πατέρας μου θα πάει στην δουλειά του με την μηχανή ή με το αυτοκίνητό του, είχα σκεφτει ένα σατανικο κόλπο. Ειχα ζητησει από ένα βενζινάδικο ένα χαλασμένο μπουζί. Έψαξε ο βενζινάς μέσα στα σκουπίδια, χωρίς φυσικά να καταλαβαίνει σε τί θα μου χρειαστεί και μου το έδωσε. Εγώ κάθε βράδυ, ξεβίδωνα το καινούριο μπουζί από την βέσπα του πατέρα μου, το έχωνα στην τσέπη μου και στην θέση του έβαζα το χαλασμένο, ώστε να είμαι σίγουρη ότι το πρωι η βεσπα δεν θα παιρνει μπρος και ο πατερας μου θα αναγκαζοταν να παρει ένα από τα αλλα δυο οχηματα του για να παει στην δουλεια. Τί διαολος ήμουν, Θεέ μου). Ο Ρέι οδηγούσε ένα εντούρο 600 κυβικών. Έσκαγα μύτη πρωί στο σχολείο αέρας με την βέσπα μου, ο Λυκειάρχης να μου φωνάζει ότι θα παρει τηλεφωνο τους γονείς μου, ο Ρέι να του λέει ψέματα ότι το ξερουν οι γονεις μου και αυτοι μου εχουν δωσει την βεσπα με την συγκατάθεση τους και γενικώς να γίνεται πρωινό σώου. Πολλές φορές, όταν είχαμε μάθημα απογευματινή βάρδια ( ναι, ναι τα χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού τα σχολεία λειτουργούσαν σε δυο βάρδιες, πρωινή και απογευματινη εναλλάξ), κάναμε κοπάνα και παίζαμε καραμπόλα στην Αρένα (θρυλικό μαγαζί των Πατρών). Χρόνια αξέχαστα. Την 17η Νοέμβρη στην 3η Λυκείου προσφέρθηκα να παίξω στην σχολική γιορτή τα κλασικά τραγούδια της επετείου και για κλείσιμο έπαιξα τον Κουρσάρο του Παπακωνσταντίνου. Ο Λυκειάρχης μου έδωσε 2ήμερη αποβολή και ο Ρέι ξεσήκωσε τους υπόλοιπους μαθητές και έκαναν κατάληψη εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την ποινή που μου επιβλήθηκε. Στην 3η Λυκείου επίσης, τιμωρηθήκαμε ως σχολείο και δεν πήγαμε 5ημερη γιατί είχαμε σκεφτεί να βομβαρδίσουμε ταυτόχρονα όλα τα τμήματα με δυναμιτάκια το Πάσχα, τηρώντας τα πατροπαράδοτα έθιμα (έλεος αυτός ο Διευθυντής. Πολύ αυστηρός λέμε). Για να βγάλουμε το άχτι μας διοργανώσαμε τριήμερο πάρτυ στην Αρένα στην Smile και στο Tiffany’s. Για να σας μεταφέρω στο κλίμα εκείνα τα πάρτυ είχαν τον χαρακτήρα της ντίσκο με χορό, κοκτέηλς, την κλασική disco ball, φωτορυθμικά, dj με μικρόφωνο και αφιερώσεις. Εγώ και τις τρεις μέρες χορό μέχρι τελικής πτώσης. Ο Ρέι, από το πρωτο βράδυ μου ζητούσε να χορέψουμε χορό αργό. Εγώ ως χαζό παιδί χαρά γεμάτο, του έλεγα οτι θα νυστάξουμε με τον αργό χορό. Σε κάποια στιγμή, στο τρίτο πια βράδυ, χαμηλωσαν τα φώτα και άρχισε να παίζει το Carelless Whisper του George Michael (ελπιζω αυτό το τραγουδι να το ξερετε). Ένας ψίθυρος με ηλέκτρισε. «Ελα». Με έπιασε από την μέση και χωρίς αντίσταση αγκάλιασα τον Ρέι και αφέθηκα να με οδηγήσει στον ρυθμό του μπλουζ. Σε αυτά τα μαγικά λεπτά, οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και οι ανάσα μας έφτασε ένα «βήμα» πριν το φιλί. Η μουσική σταμάτησε, το τραγούδι είχε τελειώσει και απομακρυνθήκαμε βίαια, όπως ξυπνούν οι…υπνωτισμένοι. Άρχισα να πιέζω τον εαυτόν μου. «Συμμορφώσου Βίλλυ, σοβαρέψου. Ο Ρέι είναι φίλος σου. Σταμάτα τις χαζές σκέψεις». Εκείνος με κοιτούσε παράξενα. Παίρνω το σακάκι μου και κατευθύνομαι προς την πόρτα. Μου έπιασε το χέρι από τον καρπό. «Μείνε», μου είπε. «Πρέπει να φύγω. Αν μείνω θα γίνει λάθος». Έφυγα, όντας σίγουρη ότι είχα κάνει το σωστό. Δεν είχα καμία εμπειρία από σχέσεις. Ήμουν 17 χρονών. Δεν ήθελα να βιαστώ, ούτε να πληγωθώ, μα πάνω από όλα ο Ρέι ήταν φίλος μου. Ναι, σίγουρα, είχα κάνει το σωστό. Τα χρόνια πέρασαν. Εργαζόμουν σε ένα ωδείο στα Υψηλά Αλώνια (πλατεία των Πατρών). Είχα μία μακροχρόνια σχέση (τον μακρυμάλλη της πρώτης μου ιστορίας στην ομάδα με τίτλο Η αδερφή, για όσους την διαβάσατε). Κάθε απόγευμα προέκυπτε ένα κενό ανάμεσα στα μαθήματά μου, στις 5 με 6. Έφευγα από το ωδείο και έπινα έναν καφέ στις Κούνιες (καφετέρια στα Υψηλά Αλώνια). Πολλές φορές συναντούσα τον Ρέι. Εκείνος εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Καθόμασταν μαζί σε αυτό το κενό και συζητούσαμε για την δουλειά μας, τις σχέσεις μας και τα παθήματά μας. Ως συνήθως ο Ρέι δεν ενέκρινε τον φίλο μου τον μακρυμάλλη. Έλα, μου έλεγε. Τί του βρίσκεις; Πώς κοιμάσαι μαζί του; Δεν μπερδεύονται τα μαλλιά σας; Μα αν τον κοιτάξεις από πισω με τόσο μακριά μαλλιά σαν γκόμενα μοιάζει. Μμμμ του έλεγα. Και η δική σου δεν πάει πίσω. Πολύ μαγκιά για το τίποτα. Το παίζει σπουδαία και μοιραία. Κάνει την σοβαρή, ενώ μια υποκρίτρια είναι και τίποτε παραπάνω. Σου έχει πει ποτέ πόσο σ’αγαπάει; Του έλεγα κι εγω! Όταν βγήκα, κακήν κακώς από αυτην την σχέση κάθισα να του πω όλα όσα είχαν συμβεί. Στην αρχή γέλασε. Μετά θύμωσε. «Σου το είχα πει. Δεν ηταν κατάλληλος. Δεν μπορούσε να εκτιμήσει, να αγαπήσει την Βίλλυ. Κανεις δεν θα μπορέσει να σε αγαπήσει εσένα όσο….». Παύση. Όσο;;;; Ρωτησα; Δεν μιλούσε. Όσο λάμπει ο ήλιος; Όσο το χιόνι είναι άσπρο; Ωραίο κουράγιο μου δίνεις αδερφέ. Κι έγω που νόμιζα ότι θέλεις να με δεις ευτυχισμένη; Άρχισα να γελάω. Έφυγα για να συνεχίσω το μάθημα στο ωδείο. Μετά από καιρό έπεσαν και οι μάσκες στην σχέση του Ρέι. Τον είχε παρατήσει για έναν ειδικευόμενο δερματολόγο. «Κι εγώ είχα δίκιο. Βρήκε καλύτερο θύμα. Σε ήθελε μέχρι να βρει καλύτερο. Σιγά τον καλύτερο, αυτή έχασε».
- Πλησίαζε το καρναβάλι. Βγαίναμε σε γκρουπ. Πίναμε Dewars με μαυροδάφνη (Θεέ μου, πώς το πίναμε τότε αυτό το θανατηφόρο mix;;;;). Δεν θυμάμαι πολλά, μόνο ότι κοιμόμασταν με τις καρναβαλικές στολές και τα παπούτσια στο κρεβάτι μου και από πάνω μας κοιτούσε η μάνα μου να δει αν αναπνέουμε. Είχε ξημερώσει η καθαρά Δευτέρα (σιγά μην πετάξουμε χαρταετό). Σηκωθήκαμε και ντυμένοι ακόμη με τα καρναβαλικά ρούχα (σιγά πώς κάνετε έτσι; Ρούχα είναι και αυτά. Αμάν.) Πήγαμε για καφέ σε μια καφετέρια που βρισκόταν στον 6ο όροφο (στην ταράτσα) μιας πολυκατοικίας. Δεν λέγαμε και τίποτα σοβαρό. Βλακείες για τους μεθυσμένους φίλους μας (ενώ εμείς νηφάλιοι με ουίσκι και κρασί μαζί, Παναγία μου).Εννοείται οι θαμώνες μας κοροιδευαν. Εεεε τελειωσε το καρναβαλι μας φωναζαν . It’s not over τους έλεγα. Βάλε σάμπα, ζητούσα στον dj. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μεσα στο ασανσέρ. Καθώς κατεβαίνει το ασανσερ με μια αστραπιαία κίνηση πατάει το STOP και …φιλιομαστε. Το ασανσερ, αρχισε ξανα να κατεβαινει (καποιος χριστιανος το καλεσε μαλλον) και φτανοντας στο ισόγειο ακούσαμε μια γρια να σταυροκοπιεται και να λεει τις γνωστες…προφητειες (σοδομα και γομορα. Ντάξει ρε γιαγιά Φιλιόμαστε δεν κάνουμε και τιποτα κακο). Βγήκαμε (με τις…ευχες της γριας) έξω από το ασανσερ και ο Ρέι κάθισε στο πεζοδρόμιο. «Έχω κάτι να σου πω». Δεν μπορουσα να αρθρωσω λέξη. «Φευγω σε 2 εβδομάδες για Αμερικη. Ελα μαζι μου. Σε αγαπω. Όλα μου τα χρόνια εσενα αγαπω. Νιωθω ότι γεννηθηκες για μενα. Το ηξερα πάντα. Από μικροι που ημασταν. Στην αρχη δεν το καταλαβαινα. Οποιος ηταν διπλα σου με εκανε να αισθανομαι την αναγκη να σε προστατεψω. Δεν ηθελα να σε δω να πληγωνεσαι. Κανεις δεν θα σε αγαπησει οσο εγω. Αυτό ηθελα να σου πω όταν χωρισες. Ήταν εκείνο το φιλί που δεν δώσαμε στον χορό του Λυκείου. Όλα αυτά τα χρονια ζούσα για να σε βλεπω. Κάθε απογευμα στο διαλειμμα σου από το ωδειο. Ζούσα μια ωρα την ημερα. 5 με 6 ανάπνεα διπλα σου σε εκεινη την καφετερια, να σε ακουω να μου μιλας. Αφησε με να σε κανω ευτυχισμενη». Παυση από εμενα. Αισθανομουν ακριβως το ιδιο. Ηταν η πρωτη φορα που συνειδητοποιουσα ποσο ευτυχισμενη με εκανε η παρεα του Ρέι. Εκανα το flashback. Και εγω όλα αυτά τα χρονια ζητουσα να ειμαι κοντα στον Ρέι χωρις να μπορω να καταλαβω γιατι. Ισως τα πειραγματα των φιλων μας, ότι μοιαζουμε τόσο, σαν αδερφια. Ισως αυτά μου ειχαν αφησει την εντυπωση ότι θα μπορουσαμε να ειμαστε μονο φιλοι, σαν αδερφια αγαπημενοι. Και τωρα;
- «Πρεπει να φυγω. Εχω μπερδευτει. Δεν. Πρεπει να σκεφτω. Μην με πιεσεις σε παρακαλω».
- «Μείνε. Μείνε μαζί μου μια ζωή».
- Εφυγα, πιο μπερδεμενη από ποτε. Οι μερες κυλουσαν και με βασανιζε αυτό το ΑΝ. Τι να αποφασισω; Να φυγω; Αν φυγω, αν τα παρατησω όλα και δεν μας βγει; Ειμαστε τοσα χρονια φιλοι. Από την άλλη, αισθανομαι ερωτευμενη. Ειμαι σιγουρη. Ήταν αναγκη να φευγει τωρα για Αμερικη; Τοσα χρονια εδώ γιατι δεν εκανε νωριτερα την κινηση; Και ΑΝ πληγωθω ξανα; Ημουν τοσο μα τοσο στενοχωρημενη. Ξημερωνε 1η Απριλιου. Μου τηλεφωνησε. Αυριο βραδυ, θελω να συναντηθουμε. Θα σεβαστω την αποφαση σου οποια κι αν είναι αυτή. Εκεινο το βράδυ δεν κοιμηθηκα. Ξημερωσε και ακομη εγω να παλευω με ένα ΑΝ. Το αποφασισα. Θα φυγω. Θα παω μαζι του και ΑΝ δεν βγει, δεν βγηκε. Θα παρω το ρισκο. Λαχταρουσα να ερθει το βραδυ για να τον συναντησω και να του πω Ναι ειμαι ετοιμη να ζησω μαζι σου. Το απογευμα χτυπησε το τηλεφωνο. Ηταν 1η Απριλιου. Η ημερα των ψεματων… ήταν η αδερφη μου.
- «Πρέπει να σου πω κατι πολύ δυσαρεστο. Θέλω να εισαι δυνατη… Ο Ρέι σκοτώθηκε με την μηχανη του». ………………………………………………………………..
- Σαν ψεμα, σαν κακογουστη φαρσα. Δεν ηθελα να το πιστεψω. Επεσα κατω στο πατωμα…Θρηνουσα τον ερωτα που δεν προλαβα να ζησω. Θρηνουσα τον χαμο του φιλου, του αδερφου. Εβριζα την κακια στιγμη. Γιατι, γιατι…..
- Η ζωη μου αλλαξε. Μετα από αυτόν τον χαμο, δεν ειμαι ο ιδιος ανθρωπος. Είναι αυτό το ΑΝ που με βασανιζει κάθε μερα. Αν εκεινη την ημερα τον ειχα παρει τηλεφωνο να συναντηθουμε νωριτερα ο Ρει, δεν θα ειχε περασει από το καρτερι του θανατου. Αν ζουσε, θα ειμαστε μαζι μεχρι σημερα. Και να μην ημασταν μαζι, θα ηταν ζωντανος. Θα συνεχιζαμε να κανουμε παρεα, να γελαμε, να κανουμε αστεια στην μητερα του για την ομοιοτητα μας, θα μεγαλωναμε μαζι, θα ασπριζαν τα μαλλια μας και εμεις θα χαιρομασταν γιατι αυτά τα ασπρα μαλλια θα ηταν γεματα από εμπειριες και ζωή.
- Καμια πρωταπριλια από τοτε δεν ηταν χαρουμενη. Κανενα ψεμα δεν μπορουσε να με κανει να γελασω. Θα ηθελα εκεινη την πρωταπριλια το ψεμα να ηταν ο χαμος σου και να εμφανιζοσουν ξαφνικα και να επαιρνες την λυπη από μεσα μου.
- Μεχρι σημερα δεν περνα μερα που να μην σε φερνω στην σκεψη μου. Πρωτα ως τον φιλο που εχασα και η ζωη μου είναι μιση. Η μονη μου παρηγορια είναι άλλη μια τρελη συμπτωση. Ο πρωτος γιος μου, επειδη μοιαζει όπως ήμουν εγω μικρη, στην οψη του βλεπω παλι εσενα. Ποσο σου μοιαζει ρε φίλε. Κοιτάζω τα πλούσια μαύρα μαλλιά του και του τα ανακατευω όπως σου έκανα στο σχολείο και εσυ θυμωνες που σου τα χαλαγα. Αντικρίζω τα πρασινογαλανα ματια του και λεω, δεν μπορει, εσυ μου τον εστειλες για να μην στενοχωριεμαι.
- Οσα χρονια κι ΑΝ περασουν, μεσα μου εισαι ζωντανος.
- Ο θάνατος διάλεξε να γράψει το Thank you, next.
- Αφιερωμενο.
Advertisement
Add Comment
Please, Sign In to add comment
Advertisement