Advertisement
Guest User

Untitled

a guest
Sep 16th, 2016
393
0
Never
Not a member of Pastebin yet? Sign Up, it unlocks many cool features!
text 50.29 KB | None | 0 0
  1. Λεξιλόγιο Τουρκοκρητικής Ελληνόγλωσσης Λογοτεχνίας - Σταύρου Γ. Πλανάκη
  2.  
  3. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:
  4. Αγάς = κάθε σημαντικό πρόσωπο, προεστός, καλοζωισμένος, εξουσιαστής
  5. Αγιάζι (ayaz) = δροσούλα της αυγής
  6. Αγιάρι (ayar) = ρύθμιση της ώρας, προσοχή
  7. Αγιαρντίζω (ayarmak) = αποπλανώ, ξελογιάζω
  8. Αγορίτης = ορεσίβιος
  9. Αγουτζής = σκοπευτής
  10. Αζάπης = σύντροφος, φίλος, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος
  11. Αζάς = πρόκριτος (πλ. αζάδες)
  12. Αζάτι (azat) = απελευθέρωση αιχμάλωτου
  13. Άζη = ευχή (είμαι το άζη σας= είμαι ευχέτης σας)
  14. Αζιγανιά (ziyan) και ζιγανιά = αδικία, δολιότητα
  15. Άζουδος = ταλαίπωρος
  16. Αϊλίκι = μισθός, μηνιάτικο
  17. Αϊπλίκη (ayplik) = ελάττωμα
  18. Αϊράνι (ayran) = ορός, επίστρωμα τσιμέντου
  19. Ακαρντάσης = βλ. αρκαντάσης
  20. Ακιντ(ζ)ές (akide) = καραμέλα, γλύκισμα. (σερμπέτια και ακιντζέδες)
  21. Ακουρμάζομαι = ακροάζομαι
  22. Αλάι = πλήθος, πομπή, παράταξη, όμιλος
  23. Αλάι - μαλάι (alay - malay) = (επίρρ.) έτι μάλλον
  24. Αλάνι (alan) = αλητόπαιδο (αλανιάρης)
  25. Αλαργάρω = απομακρύνομαι
  26. Αλάτες (alãt) = εφόδια, εργαλεία, όργανα.
  27. Αλατζάς (alaca) = φθηνό βαμβακερό ύφασμα
  28. Αλέ – λεσάπι (alal - hesap) = ως έγγιστα
  29. Αλιβερντίζω (alivermek) = μεσολαβώ, προμηθεύω
  30. Αλικοντίζω (alikomak) = αναχαιτίζω
  31. Αλισιβερίσι (alisveris) = δοσοληψίες
  32. Αμάν(ι) = (επιφ.) έλεος!
  33. Αμανές = μουσικός σκοπός
  34. Αμανέτι (emanet) = ενέχειρο (και αμανάτι), αρραβώνας
  35. Αμ – μα !! (amma) = (επιφ. θαυμασμού) πω – πω!!
  36. Αμπάρι (ambar) = αποθήκη
  37. Αμπάς (aba) και Γαμπάς (πανωφόρι)= μάλλινο χοντρό ύφασμα
  38. Αμπάς Πασάς = Αντιβασιλέας Αιγύπτου
  39. Αμπέρι (amber) = λουλούδι ακακίας (Αμπεριά = ακακία, γαζία)
  40. Α(μ)πλά (abla) = μεγάλη αδελφή, υπηρέτρια
  41. Αμπτέστι (aptest) = άδεια
  42. Αναθυβάνω = διερωτώμαι, συλλογίζομαι
  43. Ανάκαρα = πνοή, δύναμη
  44. Ανεντρανίζω = κοιτάζω, σηκώνω τα μάτια, βλέπω
  45. Αντάμ – μπαμπαντάμ = ανέκαθεν
  46. Αντάμου (adam) = άνθρωπε!
  47. Αντέτι (adet) = συνήθεια
  48. Άντζεπα = άραγε
  49. Αντιδείρω = περνώ απέναντι
  50. Αξάμι (aksam) = εσπέρα, στιγμή της δύσης του ήλιου
  51. Αξωμάδα (açma) = αποκάλυψη, εκμυστήρευση
  52. Απάκι (apak) = καπνιστό κρέας
  53. Απακιάζω = μαυρίζω, ζαρώνω
  54. Απανωδιαστά = με επαναλήψεις, αλλεπάλληλα.
  55. Aπανωθιό = πάνω
  56. Απεζέφνω = ξεπεζεύω, κατεβαίνω από το άλογο
  57. Απίρι = θειάφι
  58. Αποκλαμάρω = καλώ, δηλώνω, αναλύω
  59. Αποσπεροθιό = από την πέρα μεριά
  60. Απτ Αλλά= πατέρας του προφήτη Μωάμεθ (Abd Allah). Πέθανε λίγο πριν ή λίγο μετά τη γέννηση του γιου του.
  61. Αραγός = ασκί
  62. Αραλίκι (aralik) = ελεύθερος χρόνος, διάλειμμα
  63. Αραμπάς (araba) = ιππήλατο όχημα τετράτροχο
  64. Αρκαντάσης (arkadas) = σύντροφος, συνεργάτης
  65. Αρκουμπούζια = όπλα
  66. Αρμπεντές = στάση, οχλαγωγία
  67. Αρμιά = οι ράχες των βουνών
  68. Αρναούτης = Αλβανός
  69. Αρσίζης (arsiz) = αναιδής
  70. Αρτζιχάλιν (arzuhal) και αρτζουχάλι = αναφορά , αίτηση
  71. Ασάς= ραβδί
  72. Ασίκης (asik) = γενναιόψυχος, λεβέντης
  73. Ασικιαρέ (asikare) = (επίρρ.) φανερά
  74. Ασκαλντί (azkaldi) = παρά λίγο
  75. Άσκι = έρωτας, αφοσίωση, επιθυμία να συμπληρώσεις κάτι
  76. Άσλα (asla) = (επίρρ) ουδέποτε, ακριβώς
  77. Ασ(ι)λάνης (aslan) = γενναίος, λιοντάρι
  78. Ασκέρι = στρατός, πλήθος
  79. Άσπρα = χρήματα ασημένια, 1/3 του παρά
  80. Αστάρι = φόδρα
  81. (Α)ταλέ = λεηλασία, αρπαγή, αυθάδεια (πληθ. ταλάδες)
  82. Ατζαΐπικος (acayip) = περίεργος
  83. Ατζαμής (acemi)= αμαθής, αδέξιος
  84. Ατζί (incik) = η γάμπα, το σαρκώδες μέρος της κνήμης
  85. Ατζιγγανεύω = αδικώ
  86. Ατικί (atici) = φρόνημος, στοχαστικός, αγαπημένος
  87. Ατλής = ιππέας (και ατιλής – άτι)
  88. Ατζέμπα (μου) = άραγε (και άτζεμπις)
  89. Ατσιποδιά = κακοτυχία
  90. Ατσουπάς (hacip) = πονηρό πνεύμα, δαίμονας
  91. Αφερίμ = εύγε, καλά έκαμες
  92. Άφι (Afu)= συγχώρηση, άφεση
  93. Αφορούμαι = υποψιάζομαι, μαντεύω (εφορέθηκε πως τού ’λεγε ψώματα)
  94. Αχτάρης = μυροπώλης
  95. Αχταρμάς = διαμετακόμιση, ανακάτεμα
  96. Άχτι = εκδίκηση
  97. Αχύρι = σταύλος, αχούρι
  98.  
  99. Βαγ(ι)εστώ (vazgecmek) = βαρύνομαι, απελπίζομαι, παραιτούμαι
  100. Βαέθια = συμβάντα
  101. Βάι (vay) = αλίμονο
  102. Βακίτι ή βάχτι (Vakit - Vakt) = καιρός, χρόνος, κατάλληλη εποχή
  103. Βάκλη = με σεβασμό
  104. Βαλαχί! = μα το θεό
  105. Βάλη (τα) = τα παθήματα
  106. Βαλής = Γενικός Διοικητής
  107. Βαλ(ι)δέ = μητέρα (και Βαλτέ ως προσφώνηση της μητέρας)
  108. Βασι(γ)ιέτι (Vasiyet) = Διαθήκη, εντολή, παραγγελία, τελευταία επιθυμία
  109. Βάρδα – Κώστα = ελαφρό πλοίο φύλαξης ακτών
  110. Βγορίζει = φαίνεται
  111. Βέβγια = βέβαια (;)
  112. Βεζινές (vezne) = είδος ζυγαριάς
  113. Βεζίρης = αρχιγραμματέας της επικράτειας, πρωθυπουργός (ο μέγας)
  114. Βεηλέρ βέης = μπέης των μπέηδων, τιμητικός τίτλος
  115. Βεργί = φόρος, προσφορά
  116. Βερέμι (verem) = αρρώστια, φθίση
  117. Βερεσέ (veresiye) = επί πιστώσει
  118. Βιλαέτι (Vilayet) = Διοικητικό τμήμα, επαρχία, νομός (πληθ. βιλαέθια)
  119. Βιρανές (virane) = ερείπιο
  120. Βιστηδούρες = κεντητά γυναικεία μεσοφόρια
  121. Βίτσα = ευλύγιστο ραβδί
  122. Βουγιούμ μπεκλέρ = σε περιμένω (beklemek = περιμένω)
  123. Βουρ (vur) = εμπρός κτύπα
  124. Βούργια = σακκούλι βοσκού
  125. Βουτσί = βαρέλι
  126.  
  127. Γαζέπι (gazap) = οργή, θεομηνία
  128. Γαζής = νικητής
  129. Γαζίνα = τρυφερή ονομασία της συζύγου (ματάκια μου, φως μου)
  130. Γαλανίζω = ασπρίζω
  131. Γαμπάς = χλαίνη, κάππα.
  132. Γαργερός = λερωμένος
  133. Γαρμπής (garbi) = νοτιοδυτικός άνεμος
  134. Γεζίτης (yezit) = αναιδής, αισχρός, άθεος
  135. Γελέκι (yelek) = επενδύτης
  136. Γεμεκλίκι (yameklik) = τα απαραίτητα προς το ζην
  137. Γέμι = κριθάρι για τα άλογα
  138. Γεμιτζής (gemici) = ναύτης
  139. Γεμουρούκι = τελωνείο
  140. Γερλή Αγασή = αρχηγός των εντοπίων γενιτσάρων
  141. Γερλήδες = εντόπιοι, αυτόχθονες γιενίτσαροι της Κρήτης
  142. Για….για (ya…ya…) = ή…ή…
  143. Γιαβάς – γιαβάς (yavas - yavas) = σιγά – σιγά.
  144. Γιαβουκλού (yavuklu) = η ερωμένη
  145. Γιαγκίνι (yangin) = πυρκαγιά, εσωτερική πίεση
  146. Γιαγλίκι = μαντήλι (γιαγλικάκι)
  147. Γιαγνίσι (yanlis) = λάθος
  148. Γιακιστίζω (yakismak) = ταιριάζω, αρμόζω
  149. Γιαλέλι (yal - el) = τραγούδι
  150. Γιαλιθι(α)νός = κάτοικος των παραλίων
  151. Γιαλτσένιος = λαμπερός σαν γυαλί.
  152. Γιαμάκια = βοηθοί, τσιράκια
  153. Γιαμπανά (yabana) = αδίκως
  154. Γιάρα (το) = η πληγή ( και ο γιαράς)
  155. Γιαραντίζω= δημιουργώ
  156. Γιαραντισμένος= πλασμένος- δημιουργημένος
  157. Γιαραππής = Θεός-Κύριος (και Γιαραμπής)
  158. Γιαρτμτζής = βοηθός
  159. Γιασμάς (γιασμάκι) (yasmak) = λεπτό γυναικείο κάλυμα κεφαλής
  160. Γιαστίκι (yastik) = μαξιλάρι
  161. Γιαταγάνι (yatagan) = μεγάλο μαχαίρι ζωσμένο στη μέση
  162. Γιατάκι (yatak) = στρώμα, κλινη
  163. Γιαφτάς (yafta) = μερίδιο, κληρονομιά
  164. Γιαχουντής (yahudi) = Εβραίος, Ιουδαίος
  165. Γίβεντο (güvenmek)= ντροπή, καταισχύνη
  166. Γιγούμι (gügum) = δοχείο γάλακτος
  167. Γιεμενί = κάλυμα κεφαλής (όρκος = γεμίνι)
  168. Γιεμουρούκι = τελωνείο
  169. Γιολντάσης (Yoltas) = σύντροφος, συνοδοιπόρος
  170. Γιορντάμι (yordam) = στόλισμα, επίδειξη
  171. Γιορνταμλής = ναζιάρης, στολισμένος
  172. Γιορνταναλίκι (yordamlik) = περιδέραιο
  173. Γιουνάνηδες = Έλληνες
  174. Γιουρντάρω (Yorumek) = ορμώ
  175. Γιουρ(ου)ντώ = κάνω έφοδο
  176. Γιουρούσι (yürüyus) =έφοδος
  177. Γιούσμπασης (yüzbasi) = λοχαγός
  178. Γκανίζω = γκαρίζω
  179. Γκιαούρ = άπιστος
  180. Γκιαουρέκ μπες παρά οκασί = του ρωμιού το κρέας, μια δεκάρα η οκά.
  181. Γκιαούρμπασης = αρχηγός των γκιαούρηδων
  182. Γκιουλνούς = ροδόσταγμα
  183. Γκιστάνι = φυλακή
  184. Γλακώ = τρέχω
  185. Γούμενα = χοντρό καραβόσχοινο
  186. Γουργουλές = λίμνες
  187. Γραντίζω = (ogramak) πέφτω σε συμφορά
  188. Γρετίδικος (igreti) = προσωρινός, εκκρεμής
  189. Γρόσσι = τουρκικό νόμισμα
  190.  
  191. Δερβίσης (dervis) = μωαμεθανός μοναχός, φτωχός, ολιγαρκής
  192. Δεφτερδάρης = οικονομικός δευθυντής, έφορος
  193. Διάγουμα (yagma) = λεηλασία (διαγουμίζω)
  194. Διασάκι (yasak) = απαγόρευση
  195. Διβάνι = υπουργικό συμβούλιο, κυβέρνηση
  196. Δικώ = αρκώ, επαρκώ
  197. Δοξάρι = τόξο, κάτι τεντωμένο (μτφρ. το πτώμα)
  198.  
  199. Εβλι(γι)άς = όσιος , άγιος της μουσουλμανικής θρησκείας.
  200. Εδά = τώρα
  201. Εζτερχάς (ežderhâ) = Μέγας Όφις, δράκος (και ιζτερχάς)
  202. Είμητας = ή μήπως
  203. Εκσίκικα = ελαττωματικά, ελλιπή
  204. Έλε μου (hele) = προ πάντων (και ίλα ή ίλε μου)
  205. Ελεμές (elleme) = ποταπός, παλιάνθρωπος
  206. Ελμπέτ (elbet) = βεβαίως, εξάπαντως
  207. Εμιρί (miri) = δημόσιος φόρος, μίσθωμα
  208. Εντέκια (hendek) = χαντάκια, τάφροι γύρω από τα φρούρια.
  209. Εντεψίζης (edepsiz) = αναιδής, αθυρόστομος
  210. Εντεψίζικος = άσεμνος
  211. Ερδέπιον = μέτρο βάρους σίτου
  212. Ερίφης (herif) = άθλιος, ευτελής
  213. Εσδρί = πρόστιμο
  214. Εσπέχης = φεουδάρχης, ιππέας (Σπαχής)
  215. Ετέκι = υποπόδιο, μαξιλάρι ποδιών
  216. Ευτεξούσιος = (αυτεξούσιος) υπεύθυνος
  217. Εφέντης = αυθέντης, κύριος, αφέντης
  218.  
  219. Ζαβάλι (zavalli) = παρακμή, κακή τροπή
  220. Ζάβαλος = ταλαίπωρος (και ζάβαλης) Κλητ. Ζάβαλε = καημένε
  221. Ζαγρουνώ = ξύνω (και τσαγκρουνώ)
  222. Ζαερές (zahire) = ζωοτροφία, σιτηρά
  223. Ζάλο = βήμα
  224. Ζαμάνι (zaman) = χρόνος, εποχή
  225. Ζαμπαράς (zampara) = γυναικοκατακτητής, γυναικοθήρας.
  226. Ζαμπίτης (zabit) = αξιωματικός, φύλακας της τάξης
  227. Ζαμπιτιλίκι = τάξη, αστυνόμευση, ασφάλεια
  228. Ζαπτιές = χωροφύλακας (και ζαφτιγιές)
  229. Ζαράρ(ι) (zarar) = βλάβη, ζημιά
  230. Ζαρίφικος (zarif) = κομψός, λεπτός, μικροκαμωμένος και όμορφος
  231. Ζαριφλίκι = κομψότητα, ομορφιά
  232. Ζάφτι (zapt) = εξουσία, έλεγχος (κάνω ζάφτι = υπερνικώ)
  233. Ζαφτιγές (zaptiye) = χωροφύλακας
  234. Ζεμπερές (zemberek) = κλειδί
  235. Ζεμπίλι (zembil) = καλάθι από φοινικόφυλλα για ψώνια
  236. Ζευζέκης (zevzek) = ανόητος
  237. Ζεύκι (zevk) = διασκέδαση, ηδονή
  238. Ζιαμέτια = φέουδα, τσιφλίκια
  239. Ζιαφέτι (ziyafet) = γεύμα, τιμητικό δείπνο
  240. Ζιγανιά και αζιγανιά (ziyan) = αδικία, δολιότητα
  241. Ζιλχιτζές = μήνας (αραβικά)
  242. Ζιμιό = λοιπόν (εις μίον)
  243. Ζουλούμια (zulüm) = βασανιστήρια, καταπίεση, αδικίες
  244. Ζουλφικάρι = δίκοπο μαχαίρι.
  245. Ζόρες (zor) = βία, δυσκολία
  246. Ζορμπάς = κακούργος, θρασύς
  247. Ζουμπούσι = τραπέζωμα παρέας, φαγητό (τσιμπούσι)
  248. Ζουρίδες = νυχτερινές επιθέσεις των Τούρκων
  249.  
  250. Θεριακλής (tiryakli)= παθιασμένος, εθισμένος
  251.  
  252. Ιδαρές = διοίκηση
  253. Ιζάνι = προσευχή
  254. Ιζετλού = εντιμότατος
  255. Ιλάμι = αναφορά
  256. Ιμάνι (iman) = πίστη, θρησκεία
  257. Ιμπραχίμ = Αβραάμ
  258. Ιμπρέτι (ibret) = παράδειγμα, δείγμα
  259. Ιναντινά (inantina) = πεισματικά
  260. Ιραδές = διαταγή
  261. Ίρτζι (irz) = τιμή, αξιοπρέπεια
  262. Ις Ολά (is ola) = δήθεν
  263. Ίτσι (hiç) = καθόλου, μηδέν, ποσώς
  264. Ίχιαλά (insa Allah) = μακάρι, είθε, ας δώσει ο θεός
  265.  
  266. Κααβάς = ναός Μέκκας πάνω από τον μετεωρίτη λίθο.
  267. Καβάζης (kavas) = κλητήρας, υπασπιστής (και καβάσης )
  268. Καβαλτίζω = προγευματίζω
  269. Κα(χ)βές = καφενείο, καφές
  270. Καζαντίζω (kazanmak) = αποκτώ χρήματα
  271. Καζάς (kaza) = ατύχημα, δυσάρεστη κατάσταση, απόφαση του καδή
  272. Καϊμακάμης (kaymakam) = αντισυνταγματάρχης, υποδιοικητής, έπαρχος
  273. Καϊναντίζω (kaynamak) = ψήνομαι, βράζω, φτανω στον ύψιστο βαθμό
  274. Καϊρέτι ή Καερέτι (Gayret) = υπομονή, προσπάθεια ,γενναιότητα, θάρρος
  275. Καιτές = και τότε
  276. Καλαντάρα = ξύλινο πλαίσιο ύφανσης, που τρέμει
  277. Καλανταρίζω = τρεκλίζω
  278. Καλαροσύρω = μαζεύω τα πανιά του πλοίου ή τα δίχτυα.
  279. Καλίκια (kalik) = γυναικεία παπούτσια
  280. Καλιοντζής = ναύτης
  281. Καλντιρίμι (kaldirim) = λιθόστρωτος δρόμος
  282. Καλπαζάνης (kalpazan) = δόλιος, ψεύτης, παραχαράκτης
  283. Καλπάκι (kalpak) = σκούφος, στρογγυλό κάλυμα κεφαλής
  284. Κάλφας (kalfa) = ο πρώτος υπάλληλος καταστήματος
  285. Καμπαέτι (Kabahat) = πταίσμα, αμάρτημα, παράπτωμα (πληθ. καμπαέθια)
  286. Καμπανίζω = ζυγίζω
  287. Κα(μ)πούλ(ι) (kabul) = αποδοχή, παραδοχή
  288. Κανάκια = χάδια, θωπείες
  289. Κανδιελής = Ηρακλειώτης
  290. Κανίσκι = δώρο
  291. Καντζίκης (kancik) = άπιστος, απατεώνας
  292. Καντή – Νενέ = γιαγιά (και καδή νενέ)
  293. Καντής (kadi) = δικαστής
  294. Καντίζω (kantirmak) = δελεάζω, πείθω
  295. Καντίνα = κυρία, παντρεμένη γυναίκα (και καντίνη)
  296. Καντή νενέ = ώριμη κυρία
  297. Καντής = καδής, ιεροδικαστής
  298. Καπανίκικος (kapanik) = κλειστός, σκοτεινός
  299. Καπάνταης (kapa dayi) = ψευτοαρχηγός, κομπορήμων
  300. Καπαντίζω (kapanmak) = υπερνικώ, καλύπτω
  301. Καπατουμά (kapatma) = παλλακίδα, γυναίκα σύντροφος
  302. Καπζάς (kapzik) = μικρό δοχείο, πορτοφόλι, θηλάκιο χρημάτων
  303. Καπίνι = γάμος, προικοσύμφωνο
  304. Καπουδάν πασάς = Ναύαρχος
  305. Καραμπογιά = μαύρο χρώμα για τη βαφή μαλλιών
  306. Καρακόλι (karakol) = σταθμός χωροφυλακής
  307. Καράρι (karar) = απόφαση, κατάσταση, διαμονή
  308. Καρμίρης = πλεονέκτης, φιλαργυρος
  309. Καρνάδος = κατακόκκινος, χρώματος κρεατί (ιταλ.)
  310. Καρσί (karsi) = απέναντι
  311. Καρτσονάς = ο φορών κάλτσες, μαλθακός, αστός
  312. Καρτσόνια = κάλτσες (γνώρισμα των αστών και της άνετης ζωής)
  313. Κασαβέτι = βάσανο, πάθος, στενοχώρια (πληθ. κασαβέθια)
  314. Κατράνι = κατράμι, εύφλεκτες ύλες
  315. Κατσιρμάς = λαθρεμπόριο
  316. Κατσουκανιά = πονηριά, πανουργία
  317. Κατώ = όνομα της συζύγου του Μεμέτακα
  318. Καφαλτί (kahvalti) = πρόγευμα
  319. Καφέσι = ξύλινο πλέγμα παραθύρου (και καφάσι)
  320. Καφτάνι (kaftan) = αυτοκρατορικός χιτώνας με γούνα
  321. Κάχρι (kahir) = οργή
  322. Κελεπίρι (kelepir) = λάφυρο
  323. Κεμέρι (kemer) = βαλάντιο, κομπόδεμα, ταμείο
  324. Κερέμι (ikiram) = περιποίηση, βοήθεια
  325. Κερίμ = ευεργεσία
  326. Κερίμης = γενναιόδωρος- ευεργετικός
  327. Κεσίμι = κορμοστασιά, παρουσιαστικό
  328. Κεχαγιάς = οικονομικός διαχειριστής, επίτροπος
  329. Κιάρι (kar) = κέρδος
  330. Κιαμέτ Γκιουνού = κατακλυσμός
  331. Κιατίπης (katip) = γραμματικός, γραφέας
  332. Κιβούρι = μνήμα
  333. Κιγιαμέτι (kiyamet) = μεγάλη ταραχή
  334. Κιεφέτι = νίκη (κάνω κιεφέτι= νικώ)
  335. Κιλινγκίρια = σιδεράδικα
  336. Κινάς = κόκκινη βαφή νυχιών
  337. Κιντί (ikindi) = βραδάκι
  338. Κιορμαίνομαι (Görünmek) = φαίνομαι
  339. Κιρατζής (kiraci) = αγωγιάτης
  340. Κιρίμι = Κριμαία
  341. Κιρμιζί (kirmizi) = κόκκινο χρώμα
  342. Κισ(ι)μέτι (kismet) = μέλλον, πεπρωμένο, τυχερό
  343. Κισλάς = στρατώνας (και κιχιλάς)
  344. Κατάπι (kitap) = βιβλίο, νόμος, κοράνι
  345. Κλιτά = ταπεινά, προσεκτικά, με σκυμμένο κεφάλι
  346. Κνισάρι = δαντελωτό λίπος που περιβάλλει τα εντόσθια του ζώου
  347. Κολάνι = αορτήρας, αναβολέας στη σέλλα του αλόγου (Κριάρης: περιλαίμιο)
  348. Κονάκι (konak) = οικία, σταθμός
  349. Κονσολάτο = κυβερνείο
  350. Κονσόλοι = σύμβουλοι
  351. Κοπανέ = κατάλληλη στιγμή
  352. Κοπανούρα = σκέπασμα, από πάνω (;)
  353. Κορβέτο = πολεμικό πλοίο, κορβέτα
  354. Κορδακιάζω = τεντώνομαι, πεθαίνω
  355. Κοσατέρ’ για μπαϊράκια = δρομείς σημαιοφόροι
  356. Κουγιουλτίζω (koyulmak) = κρίνω εύλογο
  357. Κουγιουμτζής (kuyumci) = χρυσοχόος
  358. Κουζουλός = τρελός
  359. Κουκοσάλι(ο) = χαλάζι
  360. Κουλαντρίζω (kullanmak) = διευθύνω
  361. Κουλές = φρούριο, πύργος
  362. Κουλούκι = σκυλάκι, φυλακή
  363. Κουλουκουτερό = ευτελές σκεύος
  364. Κουμουλάρι = αγγείο μέτρησης υγρών
  365. Κουμπές (kubbe) = θόλος, ωραίος άνθρωπος
  366. Κουμπός = σκυφτός, καμπούρης
  367. Κουρμπάνι = θυσία
  368. Κουρούνα = κόρακας
  369. Κούρτα = μαντρί
  370. Κουρτέλα = σφύρα, βαριά
  371. Κουρτουλούσι (kurtulus) = σωτηρία
  372. Κουσούρι (kusur) = ελάττωμα, έλλειψη – σφάλμα
  373. Κουτουρού (götürü) = στην τύχη, χωρίς σχέδιο
  374. Κούφιρα σιρκ’ ιχτά = η βλάσφημη πλάνη της ειδωλολατρίας (Küfür)
  375. Κρέτα = κρέατα
  376.  
  377. Λαγούμι (lagim) = υπόνομος για ανατίναξη. Σε πολιορκία αντι-υπόνομος
  378. Λαδοπατσάβρα = λαδωμένη πατσαβούρα για άναμμα φωτιάς
  379. Λαήνι = πήλινο σκεύος, σταμνί νερού
  380. Λακριντί (lakirdi) = ομιλία
  381. Λαλίνι (nalin) = ξύλινο παπούτσι
  382. Λαφαζάνης (lafazan) = πολυλογάς, φλύαρος
  383. Λαχούρι = είδος υφάσματος
  384. Λέσι (το) = πτώμα (πλ. τα λέσια)
  385. Λεχάμι = φώτιση
  386. Λόντρα = φορτηγό πλοίο (ναυπηγούμενο στο Λονδίνο)
  387. Λοντραντζής = κυβερνήτης φορτηγού πλοίου λόντρας
  388. Λουλάς (lüle) = καπνοσύριγκα
  389. Λουσσόθηρο = ερείπιο
  390. Λουφές (ulufe) = μισθός
  391. Λυκιάς = τόπος με υφάλμυρο νερό
  392.  
  393. Μαγκλαβίζω = τυραννώ, βασανίζω
  394. Μαγλατάς (mugalata) = απάτη, αθέτηση υποχρεώσεων
  395. Μαγλινός = λείος, χωρίς τρίχες, ξυρισμένος
  396. Μαγρίπ = δύση
  397. Μαζανένιος ντολουμάς = μελιτζανένιος ντολμάς
  398. Μαζμπατάς = έκθεση
  399. Μαϊμούνι = μαϊμού
  400. Μαϊτάπι (maytap) = ειρωνεία, εμπαιγμός
  401. Μαλάϊκας = άγγελος, ουρί, πνεύμα (και μελάϊκας, πληθ. μελαϊκέδες)
  402. Μαλεμιρί = φόροι
  403. Μαλικιανές = φόρος (αντικατέστησε τον μουκατά)
  404. Μάλτα = πορτοκάλι
  405. Μαμουντι(γ)ές (mahmudiye) = χρυσό νόμισμα 25 γροσίων
  406. Μαμουρλούκι = (μαχμουρλούκι) δυσαρέσκεια, κακοκεφιά
  407. Μανσούπι (mansip) = αξίωμα, θέση, πόστο ευθύνης
  408. Μανταλώνω = κλειδώνω
  409. Μαντές (madde) = υπόθεση, ζήτημα (Μαντέδες = ξεσηκωμοί)
  410. Μαντρατζής = φύλακας της μάντρας
  411. Μαξούλι = κέρδος, παραγωγή
  412. Μαριφέτι (marifet) = τέχνασμα, επιτηδειότητα (και μαραφέτι)
  413. Μάρμαρα (τα) = το Σούνιο με το ναό του Ποσειδώνα
  414. Μαρμουρέτια = επαρχίες, πολιτείες
  415. Μαρόπα = πρόβατο, αμνάδα
  416. Μασρίκ = ανατολή
  417. Μαστραπάς (mastrapa) = χαλκινο κύπελο, ποτήρι
  418. Ματζέτα = αγελάδα
  419. Μαχαλάς (mahalle) = συνοικία
  420. Μαχιαλλά (masaallah) = εύγε!
  421. Μαχλουκάτι = ζώο
  422. Μεζάρι (mezar) = τάφος
  423. Μεζαρλίκι = νεκροταφείο
  424. Μεϊντάνι (meydan) = πλατεία
  425. Μεϊτέπι = σχολείο μουσουλμανικό
  426. Μελούν = καταραμένος
  427. Μενδρεσές = ιεροσπουδαστήριο
  428. Μεντάτι (imidat) = βοήθεια (και μιντέτι)
  429. Μεντζίλι = έφιππος ταχυδρόμος
  430. Μερχαμέτι (merhamet) = ευσπλαχνία, έλεος
  431. Μερχαμετλής = οικτίρμων
  432. Μεσκίνης (miskin) = λεπρός
  433. Μετζιλίχι (mecilis)= συμβούλιο
  434. Μιθάλι = πρότυπο – παράδειγμα
  435. Μιλέτι = η μουσουλμανική θρησκεία, το έθνος του Αλλάχ
  436. Μιραλάης = συνταγματάρχης, ανώτερος αξιωματικός
  437. Μισίρι (Misir) = Αίγυπτος
  438. Μιτάτο = τυροκομείο
  439. Μονετζιά = πολεμοφόδια
  440. Μος = μόλις
  441. Μόσκοβος = Ρωσία
  442. Μουζδές (και μουζντές) = είδηση, πληροφορία
  443. Μουκαρέμι = είδηση, διάγγελμα, αγγελία
  444. Μουκατάς = φόρος προϊόντων
  445. Μουλαζίμης = αστυνόμος, υπαξιωματικός
  446. Μούλκια = ιδιοκτησίες
  447. Μουλλάς = ανώτερος κληρικός των Μωαμεθανών
  448. Μουμπασίρης = κλητήρας, διαγγελέας, αγγελιαφόρος
  449. Μουρντάρης (murdar) = ανήθικος, ακόλαστος, γυναικάς
  450. Μουρ(ν)ταρεύω = μολύνω, λερώνω, χαλώ μια συμφωνία, συγχύζω
  451. Μουρτάτης = αρνησίθρησκος
  452. Μουσαμάς = αδιάβροχο σκέπασμα όπλων
  453. Μουσίρης = Γενικός Διοικητής, στρατηγός
  454. Μουσταφάς = εκλεγμένος- (επίθετο του προφήτη Μωάμεθ)
  455. Μουτασερίφης = νομάρχης, υποδιοικήτής, έπαρχος (και μουτεσαρίφης)
  456. Μουτής (müti) = υποταγμένος, μη επαναστάτης
  457. Μουτίζω = παραδίδομαι, υποτάσσομαι
  458. Μουτζιζές = θαύμα
  459. Μουχαλεμπί (muhallebi) = γλύκισμα με γάλα και ριζάλευρο
  460. Μουχαρέμ = Σεπτέμβριος
  461. Μουχασίλης = Νομάρχης
  462. Μουχασεμπετζής = λογιστής
  463. Μουχούρι (mühür) = βουλοκέρι, σφραγίδα , μάρκα
  464. Μπαδιέρα = παντιέρα, σημαία
  465. Μπαϊλντίζω ( bayilmak) = δυσανασχετώ, υποφέρω
  466. Μπαϊραγασής = οπλαρχηγός, αρχηγός μικρού σώματος ενόπλων.
  467. Μπαϊράκι (bayrak) = σημαία
  468. Μπαϊραχτάρης = σημαιοφόρος, της σωματοφυλακής του Πασά.
  469. Μπάλ(λ)α = σφαίρα
  470. Μπαλουξής = ψαράς
  471. Μπάντα = μεριά
  472. Μπαντέτι (ibadet) = λατρεία, προσευχή
  473. Μπαξές (bahce)= κήπος
  474. Μπαξίσι (bahsis) = δώρο, χρηματικό φιλοδώρημα (μτφ.και σφαίρα)
  475. Μπας Κιατίπης = αρχιγραμματέας
  476. Μπας Κουμαντάρης = αρχιαστυνόμος (Μπάχης Κουμαντάρης)
  477. Μπας Ουστάς = αρχηγός γενιτσάρων
  478. Μπας Χανούμ = η πρώτη κυρία του χαρεμιού
  479. Μπαταξής (batakci) = ζωηρός, άτακτος
  480. Μπαταξιλίκι = αταξία, αναρχία
  481. Μπατζάς = καπνοδόχος, φωταγωγός, φεγγίτης
  482. Μπατσαλμάς = αλώνι
  483. Μπαχίζω = στενοχωρώ
  484. Μπάχι Κουμαντάρης = αρχιαστυνόμος
  485. Μπεράτι = διοριστήριο έγγραφο δημοσίου λειτουργού
  486. Μπουγιουρ(ουλ)ντί = έγγραφη διαταγή
  487. Μπουλούκι = τάγμα στρατού
  488. Μπεγεντώ = αρέσω, εκτιμώ
  489. Μπεγίκι (belki) = ίσως
  490. Μπεγίρι (beygir)= άλογο, υποζύγιο
  491. Μπεϊλί = φανερός
  492. Μπεϊλίτικος (beylik) = αυτός που ανήκει στο δημόσιο
  493. Μπελ(ί)κι (belki) = ίσως
  494. Μπεντένι (beden) = τείχος, έπαλξη
  495. Μπεράτι = διάταγμα
  496. Μπερεκέτι (bereket) = αφθονία
  497. Μπιζιγάρω = πιέζω , στενοχωρώ
  498. Μπινίσι = μανδύας, πανωφόρι
  499. Μπιρ = ένας μία
  500. Μπιτίζω = τελειώνω
  501. Μπομπιάς = (άγνωστη λέξη, ίσως μέρος καραβιού ή άνεμος)
  502. Μποτώνια = χρυσά κουμπιά
  503. Μπουγιουρντί = πρόσταγμα , διαταγή
  504. Μπουλούκι = τάγμα του τουρκικού στρατού
  505. Μπουλούμπασης = ταγματάρχης
  506. Μπουρμάς (burma) = άπιστος, εξωμότης, άθεος (Αρχικά, το στριμμένο σαρίκι.)
  507. Μπουρμπάδα = κανονιά, κανόνι, τηλεβόλο
  508. Μπροσκάδα = ενέδρα
  509. Μυσίρι = Αίγυπτος
  510. Μυσιρλής = Αιγύπτιος
  511. Μωάμεθ (Μουχαμέτ, Μουχαμάντ, Μωαμέ…) = ο άξιος ύμνων
  512.  
  513. Ναγές (ο) =κτήμα, περιφέρεια
  514. Νάκλι (nakil ) = διήγηση
  515. Ναμάζι = προσευχή, τελετή
  516. Νάμι (τουρκ.)= φήμη, όνομα
  517. Νάτ(κ)ι = λογικός, ομιλών συνετά, φήμη, όνομα
  518. Νε = ούτε
  519. Νένα = η τροφός
  520. Νενέ = μητέρα
  521. Νετζέτι = λύτρωση, σωτηρία
  522. Ναντρανίζω = αναντρανίζω, σηκώνω τα μάτια, αναρρώνω
  523. Νηκιάς = νόμιμος γάμος
  524. Νισάνι = σημείο, παράσημο σουλτανικό (πληθ. νισάνια)
  525. Νιζαμετλής = οπαδός της νέας τάξης, προοδευτικός
  526. Νιζάμι δζετίτ = νέα τάξη πραγμάτων
  527. Νομπέτι = εκ περιτροπής, με σειρά
  528. Νούρ(ι) = λάμψη, φως , καλλονή
  529. Νουσ(ου)ρέτι (Nusret) = θεϊκή βοήθεια- δύναμη για νίκη
  530. Νούχης ( Nûh)= Νώε
  531. Νταβάς = δίκη, φιλόδικος
  532. Νταβραντώ = αντέχω, υπομένω, εγκαρτερώ
  533. Νταγιαντώ (-ίζω) = (dayanmak) υπομένω, αντέχω, διατηρούμαι
  534. Νταής = ψευτοπαληκαράς
  535. Ντάντας = τροφός, παιδαγωγός
  536. Νταπιέθια = ειδήσεις
  537. Νταύκος = μικρή σπηλιά σε βράχο
  538. Ντεβλέτι = κράτος, δύναμη (και Δοβλέτι)
  539. Ντελίδικος = παράτολμος, ζωηρός
  540. Ντελής = ιππέας, αλλά και τρελός, παράτολμος, ζωηρός, απερίσκεπτος
  541. Ντεληκανής = νέος
  542. Ντελίνια = μεγάλα πλοία
  543. Ντελόγκως = αμέσως (και ντελόγο)
  544. Ντεναζέ ναμάζι = τελετή κηδείας
  545. Ντερεϊλής = κτηματίας, προύχων
  546. Ντέρτι = πάθος, ασθένεια, πόνος, θλίψη
  547. Ντεψίζης = αναιδής, αθυρόστομος (βλ. Εντεψίζης)
  548. Ντιβάνι (divan)= ανάκλιντο, συμβούλιο, συνεδρίαση αξιωματούχων
  549. Ντιπ = καθόλου
  550. Ντο(υ)ά = προσευχή, ευχή, παράκληση
  551. Ντογρουτζάς (dogruca) = συγκοπή καρδιάς
  552. Ντοβλέτι = κράτος, κυβέρνηση, δημόσιο
  553. Ντολμά Μπαξέ = παλάτι στην Κωνσταντινούπολη
  554. Ντοτόρος = γιατρός
  555. Ντουκιάνι (dükkan) = κατάστημα, μαγαζί
  556. Ντουλ(ου)μές = σκέψη, συλλογισμός
  557. Ντουμάνι (duman) = πυρκαγιά, φλόγα, καπνός.
  558. Ντουνιάς (dünya) = Γη, κόσμος
  559. Ντουντού = κυρία, παρατηρητής σε σκοπιά
  560. Ντουντού Χανούμ = πρώτη κυρία (πληθ. ντουντούδες)
  561. Ντουσ(ου)μάνης = άσπονδος εχθρός
  562. Ντουχιουντίζω (düsünmek) = σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω
  563. Ντρέτα = κατ’ ευθείαν
  564.  
  565. Ξαθέρι = ό,τι πιο διαλεκτό
  566. Ξεκουκούλωτος = αιμοβόρος, κακούργος Οθωμανός.
  567. Ξεστομάτου = προφορικά.
  568. Ξεφτυλίζω = (σε λύχνο) φτιάχνω το φυτίλι
  569. Ξίγκικος = ελλιποβαρής, ελλιπής
  570. Ξυστερνός = μεταγενέστερος, μελλοντικός (Ξυστερνάδα = ο χρόνος μετά)
  571.  
  572. Οβριός = Εβραίος
  573. Όμπανέ = το βράδυ
  574. Οντάς = πάνω όροφος
  575. Οντζάκι = στρατώνας γενιτσάρων
  576. Όντιμως = όταν όμως – αλλ’ όμως (και όντιμας)
  577. Ορνταγασής = ταγματάρχης, επικεφαλής του ορτά
  578. Ορτάκης (ortak)= στρατιωτικός συνεργάτης των τοπαρχών, σύντροφος, εταίρος
  579. Ορ(ν)τάς = τάγμα γενιτσάρων
  580. Ορντού = στρατός
  581. Οσκελντί (hos geldim) = καλώς ήρθες
  582. Ουλεμάς = ιεροδικαστής, γνώστης του ιερού νόμου, νομομαθής
  583. Ουλφές (Λουφές) (Ulufe) = μισθός γενιτσάρων
  584. Ουμμέτι = έθνος, λαός, θρησκευτική κοινότητα μουσουλμάνων
  585. Ουρί (huri)= γυναίκα - άγγελος του παραδείσου, για τους πιστούς Μουσουλμάν.
  586. Όυστάς (usta) = τεχνίτης, μάστορας (Ουσταμανώλης = Μαστρομανώλης)
  587.  
  588. Πάκικος = αγνός, καθαρός
  589. Παλαζάκι = νεαρό ζώο
  590. Παμπόρια = βαπόρια, πλοία
  591. Πα(ν)τισάχ = «ο βασιλεύς των βασιλέων», ο Σουλτάνος
  592. Παντολίδικος = γριππιασμένος
  593. Παπιόρα = σημαία
  594. Παπούρα = πλαγιά
  595. Παράς = χρήμα, το ¼ του γροσίου. (Τρεις στον παρά = απαξιωτική εκφραση)
  596. Πασαλής = σωματοφύλακας του πασά, κρητικό μαχαίρι της ζώνης
  597. Πασρί = όραση
  598. Πατούλια = ομάδα, ένοπλη συντροφιά
  599. Πεζεβένκης (pezevenk) = άτιμος, μαστρωπός
  600. Πεϊχαμπέρης = προφήτης
  601. Πέλης= σαφής
  602. Περίτου = προπάντων
  603. Ποκατωθιό = από κάτω
  604. Ποπανωθιό = από πάνω
  605. Πούρι = όμως, ίσως, λοιπόν, βεβαίως (η λέξη και στον Ερωτόκριτο)
  606. Πουσί = σκοπιά
  607. Προσοβάρω = δοκιμάζω
  608. Πρωτολήου = Ιουνίου (και Πρωτογούλης)
  609.  
  610. Ραέτι = γεύμα, φιλοξενία, περιποίηση
  611. Ράι = υποταγή (και αράι )
  612. Ραμαζάνι = εορτή αυστηρών νηστειών
  613. Ραμπής = Θεός
  614. Ραχμέτι (Rahmet) = ευσπλαχνία, οίκτος, έλεος
  615. Ραχμετλής (rahmetli)= μακαρίτης, συχωρεμένος
  616. Ρεγιαπερβέρ = χριστιανόφιλος, φίλος των ραγιάδων
  617. Ρεέμι = όμηρος (και ριέμι)
  618. Ρεμπιουλεββέλης = τρίτος μήνας του σεληνιακού έτους, Ιούλιος
  619. Ρεντίφι = εφεδρεία
  620. Ρεφουδέρνω = εγκαταλείπω
  621. Ριβαγιέτι = αφήγηση, ιστορία
  622. Ρισβάνις (rüsvag) = ο δυσφημούμενος
  623. Ριτζά (ς) (rica) = παράκληση, δέηση, παρακλητικός
  624. Ριτζάλι = παράκληση, ο σύμβουλος
  625. Ριτζατζής = ο παρακαλών, μεσολαβητής
  626. Ροζονάρω = συνομιλώ
  627. Ροσπού (orospu) = πόρνη
  628. Ρουγιά = όνειρο
  629.  
  630. Σαής (sai) = πεζοπόρος, αγγελιαφόρος, γραμματοκομιστής πληθ. σαήδες
  631. Σάικα = ασφαλώς, εξάπαντως, αλήθεια
  632. Σαϊντίζω = εκτιμώ, υπολογίζω, τιμώ
  633. Σακκούλι = χρηματικό ποσό –500 γρόσια
  634. Σαλαβάτι = ευχή: «ο θεός χαρίζει την ευλογία και την ειρήνη»
  635. Σαλαμέτι = σωτηρία, κατευώδιο
  636. Σαντακάς = ελεημοσύνη
  637. Σαλντί(ρί)ζω = ορμώ
  638. Σαντζάκι = σημαία
  639. Σαντζάκ Βέης = διοικητής μεραρχίας. (και αραβ. Λιβά Βέης)
  640. Σαπριλίκι (Sabir)= υπομονή
  641. Σαρντίζω = περιβάλλω, περικυκλώνω, τυλίσσω, επιδένω πληγή
  642. Σεβντάς (sevda) = έρωτας
  643. Σεΐζης = έμπιστος υπηρέτης, ιπποκόμος
  644. Σεΐρι = θέα, διασκέδαση
  645. Σεΐχης = ηγούμενος
  646. Σεϊχου(λ)ισλάμης = ανώτερος αρχηγός του Ισλάμ
  647. Σελάμ= χαιρετισμός
  648. Σελαμέτι = σωτηρία, ασφάλεια
  649. Σελαμλίκι = ανδρωνίτης (στο ισόγειο της κατοικίας)
  650. Σελάτος = κυρτός
  651. Σελβί (selvi)= κυπαρίσσι
  652. Σελέμης = αγοραστής φόρων
  653. Σελί = Χαμηλό μέρος ανάμεσα σε δύο βουνά
  654. Σεμπιλχανές = βρύση κοινόχρηστη, (εκ φιλανθρωπικής κατασκευής)
  655. Σε(μ)πέπι (sebep) = αιτία, λογική σκέψη
  656. Σεπέτι (sepet) = πανέρι, καλάθι, σεντούκι, δώρο επίσημο
  657. Σεραμέτι = σχέδιο, σύσκεψη
  658. Σερασκέρης = στρατιωτικός διοικητής, αρχιστράτηγος, γενικός διοικητής
  659. Σερδάρ εκρέμ = στρατάρχης
  660. Σερούρι = χαρά
  661. Σερ(μ)πέτι = δροσιστικό ποτό, αρωματικό και ζαχαρούχο
  662. Σερταρέ = θηλειά, βρόχος
  663. Σετζτέ = λατρεία, προσκύνηση
  664. Σεφέρι = πόλεμος- εκστρατεία, είδηση (και σιφέρι)
  665. Σεχίτης = μάρτυρας
  666. Σιγουρά(ν)τζα = διασφάλιση
  667. Σιλιχτάρης = υπασπιστής του πασά
  668. Σιντζα(ν)τές (seccade) = χαλί εορταστικών εκδηλώσεων
  669. Σισανές (sisane) = πολεμικό τουφέκι εμπροσθογεμές
  670. Σιφέρι (sefer) = περίσταση, εποχή
  671. Σκάρες = γύπες, σαρκοβόρα πουλιά
  672. Σκιας = τουλάχιστον
  673. Σκληβώνω = κάμπτομαι, συγκινούμαι
  674. Σουβαρής = έφιππος χωροφύλακας, αγγελιαφόρος
  675. Σοζουμάν Ολσούμ = με το συμπάθιο
  676. Σουγγιά = λόγχες
  677. Σούμπασης = αγροφύλακας, επιστάτης (και σούμπαχης)
  678. Σουννέτι = περιτομή (Σουνετζής= ο περιτέμνων)
  679. Σουνετλή Γκιαούρ = περιτετμημένος άπιστος, Τουρκοκρητικός
  680. Σουντούς (Sündus) = όνομα στρώματος νεφών (Sündürmek=εκτείνω,απλώνω)
  681. Σουπές = αμφίβολος
  682. Σουσούμια = γνωρίσματα
  683. Σουτούν = στύλος, κίων
  684. Σοφράς = τραπέζι με φαγητό
  685. Σοχπέτι (sohbet) = συνομιλία
  686. Σπαλέτο = γυναικείο φόρεμα
  687. Σπαχής (sipâhî) = φεουδάρχης, άτακτος ιππέας (και εσπέχης)
  688. Σπεράντζα = βόλτα, επιθεώρηση, περίπατος
  689. Σπιροπούλι = γεράκι, άσπρο περιστέρι
  690. Στιμάρω = εκτιμώ
  691. Συγκουλές = κρίση, απόφαση (;)
  692. Σφουγγίζω = σκουπίζω
  693.  
  694. Ταβάφι = στροφές περί τον Κααβά (;)
  695. Ταβλόπιστος = Χριστιανός, εικονολάτρης
  696. Ταγύ = τροφή αλόγων
  697. Ταΐνι = σιτηρέσιο
  698. Ταϊφάς = ομάδα, πλήρωμα, στρατιωτικό σώμα
  699. Τακάτι = δύναμη, αντοχή
  700. Τακρίριο = αναφορά
  701. Ταλάδες = αρπαγές, λεηλασίες, αυθάδεια (ατάλε)
  702. Ταμπούτι (tabut) = φέρετρο, νεκρός
  703. Ταϋτέρου = αύριο
  704. Ταραμπουλούσι = Τρίπολη της Συρίας
  705. Ταρικάθια = δόγματα, θρησκευτικές αιρέσεις
  706. Ταρουμάρω = διασκορπίζω (και ταρουμαρίζω)
  707. Τάταρης (tatar)= αυτοκρατορικός ταχυδρόμος
  708. Ταχινή = πολύ πρωί, το επόμενο πρωί
  709. Τεκκελής = τρόφιμος μοναστηριού (τεκκέ), μοναχός
  710. Τεμεννάς = χαιρετισμός, υπόκλιση
  711. Τεμεσούκοϊ (temoşa) = φανερά, θέα, κοίταγμα
  712. Ταμπούτι = φέρετρο
  713. Τενεχίρι (Tenesir) = χαμηλό τραπέζι, πάγκος
  714. Τερτίπια = σχέδια
  715. Τες = τότε
  716. Τεσκερές = γράμμα, σημείωμα
  717. Τεφτέρι = σημειωματάριο, γραφή
  718. Τζασίτης = κατάσκοπος
  719. Τζεβαερικά (cevahir) = χρυσαφικά, διαμάντια, στολίδια (και τζοβάιρα)
  720. Τζεβάπι = απάντηση
  721. Τζελίλης = έξοχος
  722. Τζεναζέ ναμάζι = νεκρώσιμη ακολουθία
  723. Τζεννέτι = παράδεισος
  724. Τζερεμές (cereme) = πρόστιμο, φόρος
  725. Τζίνσι = είδος ζώου
  726. Τζούγκρα = ανώμαλο έδαφος
  727. Τζούνκιμ = αφού, διότι
  728. Τίβοτσι = τίποτα, κάτι
  729. Τιμουρούκι = όργανο βασανισμού
  730. Τοβλέτι = κράτος (και δοβλέτι – ντοβλέτι)
  731. Τοκάρω = μιλώ, απευθύνομαι
  732. Τοπανάς = κανόνι
  733. Τοπές = μεταμέλεια
  734. Τορναλέτον = σκέπασμα κλίνης
  735. Τουκιάνι = κατάστημα, αγορά της πόλης
  736. Τουκιαντζής = καταστηματάρχης
  737. Τουρνατζής (turnaci) = Αρχικά οι Τουρνατζήδες αποτελούσαν ιδιαίτερο γενιτσαρικό σώμα, που εκπαίδευε τους κυνηγετικούς σκύλους του σουλτανου και έκανε το παιδομάζωμα. Αργότερα αξιωματούχος κοντά στο Σουλτάνο.
  738. Τουφάνι = κατακλυσμός
  739. Τσαΐρι = χλωρό χορτάρι
  740. Τσακάκι (çaki) = σουγιάς, τραπεζομάχαιρο
  741. Τσαλοπατώ = πατώ και καταστρέφω
  742. Τσάρκα = λαφυραγωγία, ζωοκλοπή
  743. Τσάρκια = έλικες, τροχοί, ρόδες του ατμοπλοίου (και τσέρκια)
  744. Τσαρσί = αγορά, οδός (τσαρσί – τσαρσί = από τη δημοσιά)
  745. Τσελεπής (celebi) = ηγεμονόπαις, ευγενής, ένδοξος
  746. Τσεπελής = ευγενής, ψιλομαθημένος
  747. Τσεπ(χ)ανές = πυριταποθήκη, αποθήκη όπλων
  748. Τσικίνι = χρυσό βενετικό νόμισμα, αξίας 20 χρυσών δραχμων. (και τσεκίνι)
  749. Τσιμπουξής = επιμελητής της καπνοσύριγγας του σουλτάνου.
  750. Τσιφλίκι = αγρόκτημα, μετόχι
  751. Τσόχα = είδος υφάσματος και χαλιού υποδοχής (πληθ. τσοχάδες)
  752. Τσουρώ = κρημνίζω
  753. Τσοχαντάρης (cokadar) = ενδυματολόγος του σουλτάνου
  754.  
  755. Φάρζιο = υποθέσεις
  756. Φαρφουρί (fagfuri) = πορσελάνινο (και φαφλουρί)
  757. Φακίρης (Fakir) = φτωχός, ταπεινός
  758. Φερίκ = αντιστράτηγος
  759. Φερμάνι = διάταγμα
  760. Φέσι (fes) = κάλυμα κεφαλής χωρίς γείσο
  761. Φεσφεσές (fesvese) = υπόνοια, υποψία
  762. Φετφάς (fetva) = ιερονομική ρήτρα, ποινική γνωμοδότηση, απόφανση
  763. Φηκάρι = θηκάρι, θήκη μαχαιριού
  764. Φιρκάς (firka) = μεραρχία
  765. Φκαιραίνω = χύνω, αδειάζω
  766. Φλαμπουζάνι = (άγνωστη λέξη)
  767. Φουριαρεύω = φεύγω βιαστικά, εξαγριώνομαι
  768. Φράγκοι = οι Ευρωπαίοι γενικώς, και ειδικότερα οι Γάλλοι
  769. Φωτικλιά τσικίνια= λαμπερά, χρυσά φλουριά
  770.  
  771. Χαβάς (hava) = άνεμος, ατμόσφαιρα , μουσικός σκοπός
  772. Χαβαλές (havale) = επιφόρτιση, μετάθεση χρέους
  773. Χαβάνι (havan) = γουδί
  774. Χαββά = Εύα
  775. Χαβεσιλίκι (haveslik) = ζωηρή επιθυμία, πάθος
  776. Χαβούζα = δεξαμενή νερού
  777. Χαζ(η)ρέτ = άγιος
  778. Χάζι = ευχαρίστηση, απόλαυση
  779. Χαζιρεύω = προετοιμάζω
  780. Χαζίρης = έτοιμος
  781. Χαϊλάζης = οκνηρός, αργός
  782. Χαϊμαλί = φυλακτό
  783. Χαΐνης (hain) = επαναστάτης, αντιστασιακός στα βουνά
  784. Χάιντες (Haydi) = εμπρός, έλα τώρα, άντε να πάμε…
  785. Χαϊρέτι (Hayir) = αγαθοεργία, καλοσύνη, εύνοια
  786. Χαΐρι (hayir) = όφελος, καλό
  787. Χάιτας (hayta) = άνεργος, αποστάτης
  788. Χάκι = δικαίωμα, περιουσιακός κλήρος
  789. Χακικάτ = αλήθεια
  790. Χαλάλι, δες χελάλ-ι
  791. Χαλαμπαλίκι (kalabalik) = θόρυβος συνωστισμός
  792. Χαλίλης = ειλικρινής φίλος.
  793. Χαλίσικος (halis) = αγνός αμιγής
  794. Χαλίφης = αρχηγός του Ισλάμ
  795. Χαμάμ(ι) = δημόσιο λουτρό
  796. Χαμπέρι = είδηση, πληροφορία
  797. Χανιαλής = Χανιώτης
  798. Χανούμη = κυρία
  799. Χαντζέρι (hancer) = μακρύ μαχαίρι, κυρτό πολεμικό σπαθί (και χαντζάρι)
  800. Χαπίσι (hapis) = φυλακή (η χάπση)
  801. Χαράμι = αθέμιτο, άδικο
  802. Χαραρέτι (hararet) = πυρετός, θερμότητα, δίψα
  803. Χαράτσι = φόρος κεφαλικός
  804. Χαρέμι = γυναικωνίτης
  805. Χαρεμλίκι = γυναικωνίτης (ανώγειο κατοικίας)
  806. Χαρέτι = έκπληξη, θαυμασμός
  807. Χαρμπαλέτα (η) = το όπλο
  808. Χαρτζιλίκι = μικρό ποσό για καθημερινά έξοδα
  809. Χασιλαμάς (haslama) = εξαιρετική ποιότητα
  810. Χασίλι (hasil) = χορτοβοσκή – τελωνείο
  811. Χάσικος = καθαρός, υπήκοος υποταγμένος (Χας ραγιάς ↔ Ασή ραγιάς)
  812. Χατήρι = χάρη, εξυπηρέτηση
  813. Χαττί σερίφ = ιερό γράμμα
  814. Χαττί χουμαγιούν = αυτοκρατορική διαταγή
  815. Χεκίμ = γιατρός
  816. Χελάλι ή χαλάλι (helal) = χάρισμα, νόμιμο, θεμιτό (αντίθ. Χαράμι)
  817. Χετζώνω = ανθίσταμαι, φοβούμαι
  818. Χεριάτ = θείος νόμος
  819. Χιλές (hille) = απάτη
  820. Χιλός = χυλός, πολτώδες ρόφημα (για το χιλό = για το Θεό)
  821. Χιτζάζ = Αραβία.
  822. Χιτς = καθόλου, ουδαμώς
  823. Χιλάφι = διαφορά
  824. Χιμμέτι = προθυμία, προσπάθεια
  825. Χιράμι (ihiram) = κλινοσκέπασμα, χαλί
  826. Χλαμπιντάνι = (άγνωστη λέξη)
  827. Χολιάζω = στενοχωριέμαι (και χολιώ)
  828. Χουβαρντάς (hovarda) = γενναιόδωρος
  829. Χούγια = έξεις, ήθη (χούϊ = συνήθεια)
  830. Χουζούρι (huzur) = η άνεση
  831. Χουρήδες = νύμφες του παραδείσου (ουρί)
  832. Χουρχουλούκια = κρεμαστάρια της ζώνης
  833. Χοτζέτι (hüccet) = τίτλος ιδιοκτησίας
  834. Χουτζούμι = αντίσταση
  835. Χτήμα = άλογο, υποζύγιο
  836. Χυλαντίζω = περιχύνω, μουσκεύω
  837.  
  838. Ψαρόγαρος = η σαρδέλα (πληθ. τους ψαρογάρους)
  839. Ψηφί = υπόληψη (ψηφώ)
  840. ψιακώνω = δηλητηριάζω
  841. Ψιγομαραίνομαι = παγώνω και μαραίνομαι
  842. Ψιχάλι = μικρό κομμάτι, ελάχιστο
  843. Ψωρόκαπες = οι Έλληνες από το ελεύθερο Βασίλειο
  844.  
  845. Ωξαποπισωθιό = κατόπιν
  846. Ωζά (αλλού οζά) = τα ζώα, τα πρόβατα
Advertisement
Add Comment
Please, Sign In to add comment
Advertisement